ακαμαντομάχας

ακαμαντομάχας
ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α)
ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη
«ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -μάχας < μάχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • ακαμαντοχάρμας — ἀκαμαντοχάρμας, ο (Α) ο ακαμαντομάχας* (Πίνδ. απ. 179). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + χάρμας < χάρμα, η] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”